- χαλεπαίνων
- χαλεπαίνωto be severepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλεπαίνω — Α [χαλεπός] 1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ. β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ αὐθαδῶς… … Dictionary of Greek
ԴԺՈՒԱՐԱՀԱՒԱՆ — (ի, ից) NBH 1 0618 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 12c ա. χαλεπαίνων, δυσαποσπαστῶς ἕχων saevus, acerbus, implacabilis Անհաւան. անամոքելի. *Չկարէր հաւանեցուցանել, վասն զի դժուրահաւանք էին. Ոսկ. մ. ՟Բ. 11:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)